- καπνοφυτεία
- ἡφυτεία καπνού, έκταση φυτεμένη με καπνό.[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + φυτεία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Παναγ. Γ. Γεννάδιο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καπνοφυτεία — η έκταση κατάφυτη από καπνό: Περάσαμε από τις καπνοφυτείες της περιοχής αυτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
ποτιστής — ο θηλ. τίστρα αυτός που ποτίζει: Στην καπνοφυτεία ένας εργάτης είναι ο ποτιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)